- ὁμοουσιότητα
- ὁμοουσιότηςconsubstantialityfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομοουσιότητα — η (ΑΜ ὁμοουσιότης) [ομοούσιος] η ιδιότητα τού ομοουσίου, η ταυτότητα τής ουσίας, το να είναι κάποιος ή κάτι τής ίδιας ουσίας, το ομοούσιο … Dictionary of Greek
πνευματομάχος — ον, ΝΜΑ 1. αυτός που μάχεται εναντίον τού Αγίου Πνεύματος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Πνευματομάχοι εκκλ. μετριοπαθείς οπαδοί τής αίρεσης του Αρειανισμού, με επικεφαλής τον εκθρονισμένο αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Μακεδόνιο, οι οποίοι… … Dictionary of Greek